αχαμνός — ή, ό (Μ ἀχαμνός, ή, όν) 1. πλαδαρός, μαλακός 2. χαλαρός 3. ασθενικός, αδύνατος 4. αδύνατος, ισχνός 5. άρρωστος 6. βλαβερός 7. (για λόγια) ασθενικός, σιγανός νεοελλ. Ι. φρ. «το αχαμνό μέρος» γυναίκα ή ανύπαντρη κόρη που χρειάζεται προστασία II. το … Dictionary of Greek
αχαμνίζω — (Μ ἀχαμνίζω) [αχαμνός] 1. κάνω κάποιον αχαμνό, τον εξασθενίζω 2. χαλαρώνω 3. απολύω, αφήνω ελεύθερο 4. γίνομαι αχαμνός, αδυνατίζω … Dictionary of Greek
αδυνατίζω — (Μ ἀδυνατίζω) 1. γίνομαι αδύνατος, αχαμνός, χάνω βάρος, λεπταίνω 2. καταβάλλομαι, ατονώ, εξασθενώ 3. ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φτωχαίνω («οι βρύσες αδυνάτισαν κι οι ποταμιές στερέψαν») 4. κάνω κάποιον αδύνατο ή άτονο, εξασθενίζω, εξαντλώ μσν. είμαι … Dictionary of Greek
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek
αλιπής — (I) ἀλιπής, ές (Α) [λίπος] 1. αυτός που δεν έχει λίπος, ισχνός, αχαμνός, άπαχος 2. (για καλλυντικά) αυτός που δεν περιέχει λιπαρές ουσίες. (II) ἀλιπής, ές (Α) συνεχής, αδιάλειπτος, αδιάκοπος, αέναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιπής < ἔλιπον,… … Dictionary of Greek
ανεμόσαρκος — η, ο άσαρκος, ισχνός, αχαμνός … Dictionary of Greek
αχάμνια — και αχαμνιά, η [αχαμνός] ατονία, αδυναμία … Dictionary of Greek
αχαμνάδα — η [αχαμνός] 1. σωματική αδυναμία 2. αραιότητα, μαλακότητα … Dictionary of Greek
αχαμναίνω — 1. γίνομαι αχαμνός, αδυνατίζω 2. κάνω κάποιον αχαμνό, τον εξασθενίζω … Dictionary of Greek
αχαμνοσύνη — η (Μ ἀχαμνοσύνη) [αχαμνός] αδυναμία, ατονία μσν. 1. εξασθένηση 2. έλλειψη ανδρείας … Dictionary of Greek